τζινγκοϊσμός

τζινγκοϊσμός
ο, Ν
πολεμοχαρής εθνικισμός, το αγγλικό αντίστοιχο τής γαλλικής έννοιας σωβινισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jingoism < jingo «υποστηρικτής, στην Αγγλία το 1878, τής εχθρικής στάσης απέναντι στη Ρωσία» (< επιφώνημα by jingo «να πάρει η οργή, μα τον θεό», φρ. που επαναλαμβανόταν σε ένα από τα εθνικιστικά τραγούδια τών υποστηρικτών τής παράταξης αυτής) + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”